Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

ΥΠΕΡΤΑΣΗ: ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΙΤΙΑ, ΟΙ ΨΕΥΔΕΙΣ ΚΙΝΔΥΝΟΙ & Η ΦΥΣΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ


Αν όχι το αλάτι, τότε ποια είναι αυτά που πραγματικά προκαλούν την υπέρταση από την οποία πάσχουν οι 25 στους εκατό ανθρώπους; Στα επόμενα θα αρχίσουμε να βλέπουμε πόσα πράγματα δεν έχουν ειπωθεί για τα πραγματικά αίτια και τους ψευδείς ή αληθινούς κινδύνους της αυξημένης πίεσης αίματος καθώς και για τους φυσικούς τρόπους θεραπείας της. 

Με φυσικούς τρόπους –ασφαλείς και αποτελεσματικούς – η ιατρική αντιγήρανσης λύνει συγκεκριμένα ζητήματα της υγείας μας όπως τα καρδιαγγειακά, την παχυσαρκία, το διαβήτη, την πρόληψη του καρκίνου. Επίσης την κατάθλιψη, την αρθρίτιδα, την οστεοπόρωση, την υπογονιμότητα, τις γυναικολογικές διαταραχές, τα αυτοάνοσα νοσήματα και τις άλλες χρόνιες εκφυλιστικές ασθένειες. Αν και τα φυσικά θρεπτικά θεραπευτικά τελειοποιούν ένα προσωπικό πρόγραμμα αντιγήρανσης, τα δύο απαραίτητα θεμέλια μιας τέτοιας προσωπικής στρατηγικής είναι η ορμονικά έξυπνη διατροφή-άσκηση και το αντιστρές. 

Μέχρις ότου η (άστοχη όπως εξηγήθηκε) υπόθεση του αλατιού άρχισε να τυχαίνει σοβαρής προσοχής στη δεκαετία του 60, οι ερευνητές δεν ασχολούνταν με διατροφικές εξηγήσεις για την άνοδο της πίεσης αίματος που νομοτελειακά συνόδευε τη δυτική διατροφή και το δυτικό τρόπο ζωής. Αντί γι’ αυτό, λογομαχούσαν για το αν είναι το στρες και η ψυχική ένταση του θεωρούμενου ως πολιτισμένος τρόπος ζωής που απέφερε την αύξηση της πίεσης αίματος. Όταν η υπόθεση του αλατιού άνοιξε το ενδεχόμενο να φταίει η διατροφή, οι ερευνητές άρχισαν να διανοούνται την παρουσία ή απουσία της υπέρτασης σε μεμονωμένους πληθυσμούς καθαρά σαν ένα τεστ της υπόθεσης του αλατιού.

Αφού η υπέρταση εμφανιζόταν μόνο όταν οι πληθυσμοί αποκτούσαν πρόσβαση στη δυτική διατροφή, η οποία συχνά περιλάμβανε επεξεργασμένα τρόφιμα πλούσια σε αλάτι, οι ερευνητές ερμήνευαν τις μελέτες τους σαν επιβεβαιωτικές της υπόθεσης του αλατιού. Μέχρι τη δεκαετία του 1990, η απουσία υπέρτασης σε απομονωμένους πληθυσμούς που έτρωγαν την παραδοσιακή τους διατροφή εξακολουθούσε να είναι το πιο πειστικό τεκμήριο προς υποστήριξη της υπόθεσης ότι φταίει το αλάτι.

Βέβαια, οι ίδιες κοινωνίες που έτρωγαν λίγο ή καθόλου αλάτι επίσης έτρωγαν λίγη ή καθόλου ζάχαρη και άσπρο αλεύρι, άρα τα τεκμήρια υποστήριζαν και τις δύο υποθέσεις (δηλαδή και την εναλλακτική υπόθεση των υδατανθράκων, όπως είναι η ζάχαρη και το αλεύρι), μολονότι οι ερευνητές ενδιαφέρονταν μόνο για τη μία. Η σκέψη ότι η υπόθεση των επεξεργασμένων υδατανθράκων θα μπορούσε να εξηγεί πολλές από τις άλλες χρόνιες αλλαγές στην υγεία των πληθυσμών αυτών σπανίως συζητιόταν.

Τα ερευνητικά δεδομένα ότι οι διατροφές που είναι πλούσιες σε υδατάνθρακες μπορούν να προκαλέσουν την κατακράτηση σωματικού νερού και επομένως την αύξηση της πίεσης αίματος, ακριβώς όπως υποτίθεται ότι κάνει η κατανάλωση αλατιού, ανάγονται σε περισσότερο από έναν αιώνα πριν. Η προσέγγιση αυτή αποδόθηκε για πρώτη φορά στο Γερμανό χημικό Carl von Voit το 1860. 

Το 1919, ο Francis Benedict, διευθυντής του Carnegie Institute of Washington, το περιέγραψε ως εξής: «Με δίαιτες όπου κυριαρχούν οι υδατάνθρακες υφίσταται μια έντονη τάση του σώματος να κατακρατεί νερό, ενώ με δίαιτες όπου κυριαρχούν τα λιπαρά υφίσταται μια διακριτή τάση του σώματος να χάνει νερό.»

Η «αξιοσημείωτη δράση κατακράτησης νατρίου και νερού των τροφών που είναι συμπυκνωμένες σε υδατάνθρακες», όπως το διατύπωνε ο ενδοκρινολόγος Edward Gordon του Παν/μίου του Wisconsin, κατόπιν εξηγήθηκε φυσιολογικά στα μέσα της δεκαετίας του 60 από τον Walter Bloom, ο οποίος μελετούσε τη νηστεία ως αγωγή της παχυσαρκίας στο νοσοκομείο Piedmont της Ατλάντα, όπου διηύθυνε την έρευνα. Όπως ανέφερε ο Bloom στα ιατρικά περιοδικά Archives of Internal Medicine και The American Journal of Clinical Nutrition, το νερό που χάνεται στις δίαιτες περιορισμένων υδατανθράκων είναι αποτέλεσμα μιας αναστροφής της κατακράτησης νατρίου που συμβαίνει κατά κανόνα όταν τρώμε υδατάνθρακες. Η βρώση υδατανθράκων κινητοποιεί την κατακράτηση αλατιού από τους νεφρούς, αντί για την απέκκρισή του. Τότε το σώμα κατακρατεί επιπλέον νερό προκειμένου να διατηρήσει τη συγκέντρωση νατρίου στο αίμα σταθερή.

Συνεπώς, αντί η κατακράτηση νερού να προκαλείται από την αυξημένη πρόσληψη νατρίου (αλατιού), όπως θεωρητικά συμβαίνει όταν τρώμε περισσότερο αλάτι, είναι οι υδατάνθρακες που προκαλούν μέσα μας την κατακράτηση νερού με το να καταστέλλουν την απέκκριση του νατρίου (αλατιού) που βρίσκεται ήδη εκεί. Η απομάκρυνση των υδατανθράκων από τη δίαιτα λειτουργεί, στην πράξη, ακριβώς όπως τα αντιυπερτασικά φάρμακα που είναι γνωστά ως διουρητικά, αλλά χωρίς τις σημαντικές τους παρενέργειες. 

Αυτή η απώλεια νερού οδηγεί σε μια αξιοσημείωτη πτώση της πίεσης αίματος, τόσο πολύ μάλιστα ώστε έκανε επικριτές των διαιτών χαμηλών υδατανθράκων, όπως ο Philip White, συγγραφέας μιας στήλης για τη διατροφή στο υψηλού κύρους The Journal of the American Medical Association, να ανησυχούν δημοσίως για τη «χαμηλή πίεση αίματος που επέρχεται ως αποτέλεσμα … των απωλειών … υγρών, νατρίου, και άλλων μετάλλων.» Συζητήσεις περί της αγωγής της παχυσαρκίας με δίαιτες πολύ χαμηλών υδατανθράκων θα καταπιάνονταν με την ανάγκη να διατηρηθούν κάποιοι υδατάνθρακες στη δίαιτα προκειμένου να μη χαθεί η «ισορροπία των υγρών» και να «αποφευχθούν μεγάλες μετατοπίσεις στο βάρος εξαιτίας αλλαγών στην ισορροπία του νερού». 

Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 70, ερευνητές είχαν επιδείξει ότι η δράση κατακράτησης νερού από τους υδατάνθρακες οφείλεται στην εκκρινόμενη ινσουλίνη, η οποία με τη σειρά της κινητοποιεί την επαναπορρόφηση νατρίου από τους νεφρούς αντί για την απέκκρισή του. Επίσης ότι τα επίπεδα ινσουλίνης ήταν πράγματι υψηλότερα, κατά μέσο όρο, στους υπερτασικούς παρά στους μη υπερτασικούς. Τέλος, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 90, τα ιατρικά συγγράμματα για το διαβήτη, όπως το Joslin’s Diabetes Melitus, συλλογίζονταν την πιθανότητα ότι τα χρονίως ανυψωμένα επίπεδα ινσουλίνης ήταν «το μείζον παθογενετικό ελάττωμα που ξεκινούσε την υπερτασική εξεργασία» σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2. 

Ωστόσο οι εικασίες αυτές σπανίως διευρύνονταν προς τις δυνητικές συνέπειες για τον μη διαβητικό πληθυσμό. Η πλειονότητα των ακαδημαϊκών αλλά και των κλινικών ιατρών παρέμενε προσκολλημένη στην υπόθεση ότι το αλάτι φταίει για την υπέρταση, παρά τη σαφή αποδοχή ότι τις δίαιτες μείωσης υδατανθράκων ακολουθεί απέκκριση νερού και ότι η βρώση υδατανθράκων οδηγεί σε κατακράτηση τόσο αλατιού όσο και νερού.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 70 οι ερευνητές έχουν επιδείξει την ύπαρξη άλλων ορμονικών μηχανισμών μέσω των οποίων η ινσουλίνη ανεβάζει την πίεση αίματος. Πιο συγκεκριμένα, η ινσουλίνη το κάνει αυτό μέσω της διέγερσης του νευρικού συστήματος και άρα μέσω της ίδιας απόκρισης μάχης-φυγής που υποδαυλίζεται από την αδρεναλίνη. Αυτό αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Lewis Landsberg, έναν ενδοκρινολόγο που τότε βρισκόταν στην ιατρική σχολή του Χάρβαρντ και κατόπιν θα γινόταν πρύτανης του Nortwestern University School of Medicine.

Ο Landsberg έδειξε ότι, με το να διεγείρει τη δραστηριότητα του νευρικού συστήματος, η ινσουλίνη αυξάνει τον καρδιακό ρυθμό και συστέλλει τα αγγεία, αυξάνοντας έτσι την πίεση αίματος. Όσο υψηλότερα τα επίπεδα ινσουλίνης, τόσο μεγαλύτερη η διέγερση του νευρικού συστήματος, σημείωνε ο Landsberg. Αν τα επίπεδα ινσουλίνης παραμένουν υψηλά, κατά την έρευνά του, τότε το συμπαθητικό νευρικό σύστημα θα τείνει συνεχώς να αυξάνει την πίεση αίματος. 

Η επιστημονική κοινότητα που ερευνά την καρδιοπάθεια έχει προσέξει το έργο του Landsberg, ωστόσο έχει θεωρήσει ότι αφορά μόνο τους παχύσαρκους. Επειδή η παχυσαρκία συνδέεται με αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης, και επειδή σήμερα πιστεύεται ότι η παχυσαρκία είναι αυτό που προκαλεί υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης (και όχι το αντίθετο, όπως θα έπρεπε) -ενώ η ίδια η παχυσαρκία υποτίθεται ότι προκαλείται από την κατανάλωση υπερβολικών θερμίδων όλων των ειδών- οποιαδήποτε δυνατή σύνδεση με την υπερκατανάλωση υδατανθράκων ακόμη και σήμερα παραβλέπεται από τη συμβατική ιατρική. 

Ακόμη και ο Landsberg επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στη σύνδεση παχυσαρκίας-ινσουλίνης-υπέρτασης και αγνόησε την ιδέα ότι η άνοδος των επιπέδων ινσουλίνης εξαιτίας της υπερκατανάλωσης υδατανθράκων, ή εξαιτίας της κατανάλωσης επεξεργασμένων και εύκολα αφομοιώσιμων υδατανθράκων, θα μπορούσε να επιφέρει παρόμοια υπερτασική δράση. 

Περισσότερα όμως για το πότε πραγματικά μας απειλεί η υπέρταση καθώς και για τα πραγματικά αίτια και τους φυσικούς τρόπους θεραπείας της στα επόμενα. 

(ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι αναγνώστες μπορούν να βρίσκουν προηγούμενα άρθρα της σειράς κλικάροντας στις συνδέσεις – links που ακολουθούν κάτω από το άρθρο ή αναζητώντας τα βάζοντας το όνομα του συγγραφέα στη μηχανή αναζήτησης του zougla.gr. Επίσης στο site του ιατρού drfilimon.gr) 

Δεν υπάρχουν σχόλια: